Μόνο οι μισές εταιρείες έχουν επαρκή στρατηγική για αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων
Μεγαλύτερες από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν είναι σήμερα οι κυβερνοαπειλές που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, οι επιθέσεις γίνονται πιο εκτεταμένες, πιο εξελιγμένες και πιο στοχευμένες, ενώ ένα αυξανόμενο ποσοστό δεν εντοπίζεται ποτέ.
6 στις 10 επιχειρήσεις κατέγραψαν τουλάχιστον ένα σημαντικό περιστατικό κυβερνοεπίθεσης τον τελευταίο έναν χρόνοΔεν είναι τυχαίο ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις κατέγραψαν τουλάχιστον ένα σημαντικό περιστατικό κυβερνοεπίθεσης τον τελευταίο έναν χρόνο (στοιχεία 2020), με την πανδημία και την αύξηση της εξ αποστάσεως εργασίας να έχουν πολλαπλασιάσει τους κινδύνους.
Παρά το εκρηκτικό αυτό σκηνικό, μόνο ένα ποσοστό 52% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι υπάρχουσες στρατηγικές για την αποτροπή των κυβερνοεπιθέσεων είναι εκτεταμένες και επαρκείς, με ένα 14% να διαφωνεί με αυτήν τη διαπίστωση, ενώ το 34% έχει ουδέτερη στάση για το θέμα.
Πάντως, σχεδόν το σύνολο (81%) των ερωτώμενων στην πρόσφατη έρευνα του ΕΥ Center for Board Matters, “Board Agenda 2021” θεωρεί ότι τα ζητήματα κυβερνοασφάλειας είναι θέμα που πρέπει να τους απασχολεί. Ποσοστό 19% να απαντά ότι το ζήτημα της ψηφιακής θωράκισης δεν είναι θέμα του αμέσου ενδιαφέροντος των διοικητικών συμβουλίων.
“Τα Διοικητικά Συμβούλια θα πρέπει να ενισχύσουν τον εποπτικό τους ρόλο, για να διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων τους στη διάρκεια της πανδημίας και μετέπειτα”, διαπιστώνει η έρευνα.
Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της, “η κυβερνοασφάλεια δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ως αμυντική δραστηριότητα. Μπορεί να είναι ένας κρίσιμος παράγοντας αλλαγής, που βοηθά στην προώθηση του επιχειρηματικού μετασχηματισμού και της καινοτομίας. Αυτό θα συμβεί, ωστόσο, μόνο εάν οι CISO συνεργάζονται με τους συναδέλφους σε επιχειρησιακές δραστηριότητες και εάν η κυβερνοασφάλεια σχεδιάζεται προληπτικά σε δεδομένα, διαδικασίες και συστήματα από την αρχή”.
Περί ανθεκτικότητας
Ένα άλλο σημείο που απασχολεί σήμερα τα ΔΣ των επιχειρήσεων, ανά τον κόσμο, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, είναι η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιχειρησιακής ανθεκτικότητας. Η βραχυπρόθεσμη ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων δοκιμάστηκε στη διάρκεια της πανδημίας, μεταξύ άλλων, από τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, τα προβλήματα ρευστότητας και τα ζητήματα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού.
Καθώς οι επιχειρήσεις εξετάζουν το μέλλον τους μετά την πανδημία, το βάρος μετατοπίζεται στη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα. 73% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα μέτρα πρόληψης κρίσεων και η διαχείριση της επιχειρησιακής συνέχειας, θα είναι πολύ ή εξαιρετικά σημαντικά για την επιχείρησή τους, τους επόμενους μήνες.
“Οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης θα συνεχίσουν να γίνονται αισθητές, σε συνδυασμό με νέες προκλήσεις, όπως οι ραγδαίες αλλαγές στη συμπεριφορά και τις προσδοκίες των καταναλωτών, η επιτάχυνση τη ψηφιοποίησης της οικονομίας και η κλιματική αλλαγή. Κατά τους επόμενους μήνες, τα Διοικητικά Συμβούλια θα πρέπει να διασφαλίσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των επιχειρήσεων, επιβλέποντας τη δημιουργία σχεδίων έκτακτης ανάγκης, την κατάρτιση εναλλακτικών σεναρίων και τη διεξαγωγή stress tests”, σημειώνει η έρευνα.