Έρευνες - Μελέτες

Πιο ενισχυμένη προστασία των χρηστών από online παράνομο περιεχόμενο

Την περαιτέρω προστασία των χρηστών του Διαδικτύου από παράνομο περιεχόμενο στο Διαδίκτυο, προστατεύοντας παράλληλα την ελευθερία της έκφρασης, επιδιώκει η Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τρεις νέες εκθέσεις.

 

Τρεις εκθέσεις που αφορούν το επιβλαβές ή παράνομο περιεχόμενο στο Διαδίκτυο ενέκρινε το Ευρωπαϊκό ΚοινοβούλιοΗ πρώτη έκθεση επιχειρεί να κάνει σαφή τη διάκριση μεταξύ παράνομου και επιβλαβούς περιεχομένου στο Διαδίκτυο. Ορισμένοι τύποι περιεχομένου, για παράδειγμα η άρνηση του Ολοκαυτώματος, μπορεί να είναι παράνομοι σε ορισμένα κράτη - μέλη, αλλά όχι σε άλλα.

 

“Το επιβλαβές περιεχόμενο, όπως η ρητορική μίσους και η παραπληροφόρηση, δεν είναι πάντα παράνομο. Απαιτείται αυστηρή διάκριση, καθώς οι δύο τύποι περιεχομένου απαιτούν διαφορετικές προσεγγίσεις. Το παράνομο περιεχόμενο πρέπει να αφαιρείται, ενώ το επιβλαβές περιεχόμενο μπορεί να αντιμετωπιστεί και με άλλους τρόπους”, αναφέρει η σχετική έκθεση.

 

Η δεύτερη έκθεση αφορά την αφαίρεση του παράνομου περιεχομένου, με παράλληλη διασφάλιση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι ευρωβουλευτές θεωρούν ότι οι εθελοντικές δράσεις και η αυτορρύθμιση των διαδικτυακών πλατφορμών δεν επαρκούν.

 

Ζητούν σαφείς, πανευρωπαϊκούς κανόνες για τον έλεγχο περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων μηχανισμών "αναγγελίας και δράσης". Οι κανόνες πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο μηχανισμός είναι αφενός αποτελεσματικός. Οι χρήστες θα πρέπει να είναι σε θέση να κοινοποιούν εύκολα στους διαδικτυακούς μεσάζοντες την ύπαρξη δυνητικά παράνομου διαδικτυακού περιεχομένου, ώστε να μπορούν να το αφαιρέσουν γρήγορα.

 

Περί καταχρήσεων

Επίσης, ο σχετικός θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο μηχανισμός δεν γίνει αντικείμενο καταχρήσεων. Για παράδειγμα, σε περίπτωση επισήμανσης ή απόσυρσης περιεχομένου, οι θιγόμενοι χρήστες θα πρέπει να ειδοποιούνται και να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών.

 

Στο μεταξύ, ο μηχανισμός για την αφαίρεση του παράνομου περιεχομένου θα πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των χρηστών, όπως η ελευθερία έκφρασης και ενημέρωσης. Στόχος είναι οι διαδικτυακοί μεσάζοντες να αφαιρούν παράνομο περιεχόμενο με συνετό, αναλογικό και αμερόληπτο τρόπο και να μην αποσύρουν περιεχόμενο που δεν είναι παράνομο.

 

Οι ευρωβουλευτές θέλουν η τελική απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα περιεχομένου, που παράγεται από τους χρήστες (user-generated content), να λαμβάνεται από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και όχι από ιδιωτικές εμπορικές οντότητες.

 

Εκτός από την αφαίρεσή του, το παράνομο περιεχόμενο, που είναι ταυτόχρονα εγκληματικό, θα πρέπει να υποβάλλεται στις υπηρεσίες δίωξης και τις δικαστικές Αρχές. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα υποχρέωσης των διαδικτυακών πλατφορμών να αναφέρουν σοβαρά εγκλήματα στις αρμόδιες αρχές.

 

Τρόποι αντιμετώπισης

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του επιβλαβούς περιεχομένου, όπως η ρητορική μίσους ή η παραπληροφόρηση, οι ευρωβουλευτές προτείνουν αφενός αυξημένες υποχρεώσεις διαφάνειας για τις πλατφόρμες και αφετέρου αύξηση του ψηφιακού γραμματισμού των χρηστών στα μέσα επικοινωνίας.

 

Το Κοινοβούλιο σημείωσε ότι ένας λόγος, για τον οποίο η παραπληροφόρηση εξαπλώνεται τόσο γρήγορα, είναι επειδή τα επιχειρηματικά μοντέλα ορισμένων πλατφορμών ευνοούν τη δημοσίευση εντυπωσιακού περιεχομένου, που ελκύει την προσοχή των χρηστών, ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους. Για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων αυτής της πρακτικής, τα μέλη ζητούν διαφάνεια στις πολιτικές μεγιστοποίησης κέρδους των διαδικτυακών πλατφορμών.

 

Καλύτερος έλεγχος

Oι ευρωβουλευτές θέλουν να έχουν οι χρήστες μεγαλύτερο έλεγχο επί του περιεχομένου που τους παρέχεται και τη δυνατότητα να εξαιρεθούν εξ ολοκλήρου από αλγορίθμους συγκέντρωσης περιεχομένου. Ζητούν, επίσης, την αυστηρότερη ρύθμιση της στοχευμένης διαφήμισης, τασσόμενοι υπέρ της λιγότερο παρεμβατικής διαφήμισης που βασίζεται στο περιεχόμενο, που ο χρήστης βλέπει ανά πάσα στιγμή και όχι στο ιστορικό περιήγησης.

 

Επιπλέον, θέλουν η Επιτροπή να εξετάσει περισσότερες επιλογές για τη ρύθμιση της στοχευμένης διαφήμισης, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχομένης απαγόρευσης.