Το 21% των ελληνικών εταιρειών δυσκολεύεται να βρει ειδικούς στις ψηφιακές τεχνολογίες
Ισχυρό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων επιφέρει η αδυναμία εύρεσης του κατάλληλου προσωπικού, ειδικά σε θέσεις που σχετίζονται με τις ψηφιακές τεχνολογίες και είναι κομβικές για την απαραίτητη μετεξέλιξη του εγχώριου επιχειρείν. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ΕΥ, η εξεύρεση ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να αποτελέσει το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, το 70% των στελεχών δηλώνει ότι δυσκολεύεται να προσλάβει και να διατηρήσει προσωπικό. Από αυτούς, 46% αναφέρει ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξεύρεση ατόμων με συγκεκριμένες τεχνικές δεξιότητες, ενώ το 21% δυσκολεύεται να προσελκύσει ειδικούς στις ψηφιακές τεχνολογίες.
8 στα 10 στελέχη στην Ελλάδα βλέπουν αύξηση των συμφωνιών στην τεχνολογία και την ψηφιοποίηση, με έμφαση τα analytics και το 5GΜπορεί να δυσκολεύονται να καλύψουν τα υφιστάμενα κενά σε εξειδικευμένη στελέχη στους τομείς της τεχνολογίας, ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τον αντίκτυπο που έχει ο ψηφιακός μετασχηματισμός όχι μόνο στις ίδιες, αλλά στο σύνολο κλάδων και αγορών της ελληνικής οικονομίας και σε μεγάλο βαθμό στηρίζουν την ανάπτυξή τους στην ψηφιοποίηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν οκτώ στα δέκα στελέχη στην Ελλάδα (75%) βλέπουν αύξηση των διατομεακών συμφωνιών για συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε) στις αναδυόμενες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες τεχνολογίες, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ, οι ερωτηθέντες παγκοσμίως θεωρούν ότι τις σημαντικότερες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις θα έχουν η Τεχνητή Νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση (26%), καθώς και η αυτοματοποίηση και η ρομποτική (20%). Τα στελέχη στην Ελλάδα, από την άλλη, εστιάζουν περισσότερο στις επιπτώσεις που φέρνουν τα analytics (28%) και το 5G (20%).
Αντιδρώντας στις προκλήσεις
Σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης των επιχειρήσεων στις προκλήσεις αυτές, τα στελέχη στην Ελλάδα διχάζονται, ως προς τις προσεγγίσεις τους. Το 46% επικεντρώνεται στις επενδύσεις εντός της εταιρείας (in-house ανάπτυξη και εσωτερικά εταιρικά κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών). Το 50% αναφέρει ότι θα εξετάσει ευκαιρίες εξωτερικών επενδύσεων (Σ&Ε, εξωτερικά κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και συμμαχίες) για τη χρηματοδότηση των στόχων, που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους. Περισσότεροι από τους μισούς (51%) δηλώνουν ότι θα διαθέσουν το 25% ή περισσότερο, του συνολικού επενδυτικού κεφαλαίου τους, σε ψηφιακές και τεχνολογικές εφαρμογές. Εξ αυτών το 69% απαντά ότι θα εστιάσει σε νέες αναπτυξιακές ευκαιρίες (έναντι της βελτίωσης της επιχειρησιακής αποδοτικότητας).
Ωθούμενα από το κύμα εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές τους προοπτικές, 62% των στελεχών στην Ελλάδα αναφέρει ότι θα επιδιώξει συγχωνεύσεις και εξαγορές τον επόμενο χρόνο - ένα ιστορικά υψηλό ποσοστό από την έναρξη της σειράς ερευνών Global Capital Confidence Barometer. Την ίδια ώρα, οι προβλέψεις τους για τις προοπτικές των Σ&Ε στη χώρα παραμένουν θετικές, αλλά πιο μετριοπαθείς σε σχέση με πριν από έναν χρόνο, ενώ το 56% αναμένουν ότι η εγχώρια αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών θα βελτιωθεί τους επόμενους 12 μήνες (έναντι 83% τον Οκτώβριο του 2018).
Περί αισιοδοξίας
Η έρευνα Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ καταγράφει την εμπιστοσύνη των στελεχών στις οικονομικές προοπτικές και εντοπίζει τις τάσεις των διοικητικών συμβουλίων ως προς τη διαχείριση των κεφαλαίων. Η γενικότερη αισιοδοξία των στελεχών ενισχύεται από την εμπιστοσύνη στα εγχώρια εταιρικά κέρδη και τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς.
Τα στελέχη στην Ελλάδα εκτιμούν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, καθώς το 57% προβλέπει μέτρια έως ισχυρή αύξηση των εσόδων, ενώ το 42% αναμένει αύξηση των περιθωρίων κέρδους τους επόμενους 12 μήνες. Παρά την εμπιστοσύνη στην αναπτυξιακή δυναμική της παγκόσμιας και της τοπικής οικονομίας τους επόμενους 12 μήνες, η πλειοψηφία (55%) των στελεχών στην Ελλάδα αναμένει ότι θα υπάρξει οικονομική επιβράδυνση. Από αυτούς, το 77% εκτιμά ότι αυτό θα συμβεί το 2021 ή νωρίτερα.
Βασικά ζητήματα, που προκαλούν αυτές τις ανησυχίες, είναι η γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα, καθώς και η αβεβαιότητα για το κανονιστικό περιβάλλον. Οι πολιτικές αναταραχές των τελευταίων πέντε ετών, σε συνδυασμό με τις εντάσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποτελούν παράγοντες, που αυξάνουν τη γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα.