Οικονομία

Πρώτο πρόβλημα παραμένει η ακρίβεια

Δεν χρειάζεται να μας το δείξουν οι δημοσκοπήσεις. Το βλέπουμε και το ζούμε όλοι, από τον περίγυρο μας πως μακράν πρώτο πρόβλημα στην κοινωνία ήταν και παραμένει η ακρίβεια με το κόστος ζωής και από κοντά η οικονομία και οι φόβοι για επιδείνωση λόγω του δασμολογικού πολέμου που ξεκίνησε ο Τραμπ. Όσο λοιπόν κι αν μας πονάει η ανοικτή πληγή των Τεμπών, κι όσο και αν προσπαθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να εκμεταλλευτούν κομματικά το συναίσθημα της κοινής γνώμης, η μάχη της καθημερινής επιβίωσης είναι πανταχού παρούσα. Κι αυτό γιατί όσες προσπάθειες κι αν έγιναν και γίνονται να ανακοπούν οι αυξήσεις των τιμών, στα προϊόντα καθημερινής ανάγκης των νοικοκυριών, το μόνο που τελικά επιτεύχθηκε είναι να σταθεροποιηθούν οι τιμές σε πολύ υψηλά επίπεδα και όχι να μειωθούν. Την ίδια ώρα, η ενίσχυση των εισοδημάτων, είτε αυτά είναι από μισθούς είτε από συντάξεις, είναι μηδαμινή και στα όρια του επίσημου πληθωρισμού που φυσικά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση των τιμών. Παραβλέπεται δηλαδή στην ουσία πως η μείωση της αγοραστικής δύναμης ενός μέσου νοικοκυριού έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 20% στα τελευταία 3 χρόνια της έξαρσης της ακρίβειας. Το πρόβλημα επομένως είναι όχι μόνο πώς θα καλυφθεί αυτή διαφορά, αλλά και να υπερκερασθεί για να μπορούμε να μιλάμε για βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων, γεγονός που φαντάζει ανέφικτο. Προφανώς στην κυβέρνηση εισπράττουν αυτή τη δυσφορία που επικρατεί στην κοινωνία και γι’ αυτό υπόσχονται τώρα φορολογικές ελαφρύνσεις που θα καλυφθούν από την υπεραπόδοση των φόρων λόγω περιορισμού της φοροδιαφυγής. Όμως αυτές, αν έρθουν, θα έρθουν για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το… 2026 και μετά. Με άλλα λόγια «ζήσε, Μάη μου». Κι αυτό γιατί ουδείς μπορεί να διασφαλίσει μια ανέφελη οικονομική πορεία, συνέχιση της ανάπτυξης και συγκέντρωση περισσότερων φόρων σε περίπτωση που έρθουν τα πάνω κάτω στο διεθνές περιβάλλον. Μόλις προχθές η Κριστίν Λαγκάρντ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλωνε πως η ΕΕ είναι πολύ εκτεθειμένη σε πόλεμο δασμών που θα επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη της. Απέφυγε για λόγους ευνόητους να πει πως υπάρχει κίνδυνος βύθισης όλης της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ύφεση αλλά οι φόβοι και οι ανησυχίες όχι μόνο της ίδιας αλλά και όλων των αναλυτών είναι πλέον εμφανείς. Υπάρχει κανείς εχέφρων να πιστεύει πως εμείς, μια μικρή και εξαρτημένη οικονομία, θα μείνουμε αλώβητοι ό,τι κι αν συμβεί στην υπόλοιπη Ευρώπη; Θα παραμείνουμε δηλαδή μια όαση ανάπτυξης όταν το ευρύτερο περιβάλλον και οι εταίροι μας στην ΕΕ, θα βιώνουν ύφεση; Θεωρείται μήπως βέβαιο πως στο διηνεκές θα συνεχίζουμε να υποδεχόμαστε ολοένα και περισσότερους τουρίστες από την Ευρώπη όταν οι πολίτες της θα αρχίσουν να νιώθουν στην τσέπη τους τις επιπτώσεις της ύφεσης αλλά και τους αυξημένους φόρους λόγω των αυξημένων αμυντικών δαπανών; Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον επομένως είναι παρακινδυνευμένη οιαδήποτε πρόβλεψη για το άμεσο μέλλον, πολλώ δε μάλλον για μετά από έναν χρόνο. Ήδη δε, στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 και στο πρώτο δίμηνο ενεστώτος χρόνου, το λιανεμπόριο στη χώρα μας διαπιστώνει σημαντική πτώση στην κατανάλωση και στα έσοδα, γεγονός που αποτελεί καμπανάκι κινδύνου για όλη την οικονομική αλυσίδα. Από την άλλη, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τηρεί αυστηρή δημοσιονομική πολιτική καθώς το χρέος παραμένει ο μόνιμος κίνδυνος και ουσιαστικά να διαχειρίζεται υπέρ της κοινωνίας, μόνο όσα περισσεύουν από την υπεραπόδοση της οικονομίας. Και αλίμονο αν υπό το άγχος της δημοσκοπικής κατάρρευσης επιδιδόταν σε μια πολιτική του «δώστα όλα» γιατί τότε, σε χρόνο ρεκόρ θα επανερχόταν ο εφιάλτης μιας νέας χρεοκοπίας. Και οι λελογισμένες ενισχύσεις των εισοδημάτων έστω και από το 2026 όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά διογκώνουν και τη δυσφορία της κοινωνίας. Πορεία λοιπόν μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης και στο βάθος ο πραγματικός κίνδυνος πολιτικής αστάθειας. Χώρια που ο ισχυρισμός της «θωρακισμένης οικονομίας» είναι ένας μύθος που μας αρέσει να τον ακούμε αλλά στην πραγματικότητα δεν ισχύει.
Δείτε περισσότερα

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Περισσότερα