Τα ελληνικά ΑΕΙ αξιοποιούν μόνο εν μέρει τις νέες τεχνολογίες
Μερική μόνο αξιοποίηση της τεχνολογίας κάνουν τα ελληνικά ΑΕΙ, με ορισμένα μόνο εξ αυτών να έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών στην ανώτατη εκπαίδευση (e-learning). Ακόμη λιγότερο έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητες των ανοικτών διαδικτυακών μαθημάτων (MOOCs) με πιστοποίηση της μάθησης. Στο μεταξυ, ενώ η εκπαίδευση ατόμων με εξειδίκευση στις ΤΠΕ είναι ποσοτικά επαρκής, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στην παραγωγή ψηφιακών τεχνολογιών. Μόλις 1,8 διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε ΤΠΕ ανά εκατομμύριο κατοίκων καταγράφονται σύμφωνα με το European Patent Office το 2013 έναντι 23,2 κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Υστέρηση παρουσιάζεται και στην υιοθέτηση καινοτόμων ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγή, ενώ ως προς την χρήση λογισμικού ERP και την ανάλυση μεγάλων δεδομένων, η χώρα βρίσκεται υψηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ. Σημαντική υστέρηση καταγράφεται, πάντως, και στη χρήση τεχνολογιών RFID και λογισμικού CRM, καθώς και στην αυτοματοποίηση των συναλλαγών με προμηθευτές και πελάτες.
Την παραπάνω εικόνα περιγράφει έρευνα του ΙΟΒΕ για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Σύμφωνα, πάντως, με τα ευρήματα της έρευνας, το πεδίο της τεχνολογίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο στις δαπάνες για Ε&Α στα ελληνικά ΑΕΙ. Το μερίδιο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών αυξάνεται διαχρονικά και κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλύτερων στις χώρες της Ευρώπης. Αντίθετα, με βάση το μερίδιο των δαπανών για Ε&Α στις φυσικές επιστήμες τα ελληνικά ΑΕΙ, συγκριτικά με άλλες χώρες, κατατάσσονται συγκριτικά χαμηλά. Επιπλέον, ως προς το προσωπικό, προηγείται το πεδίο της τεχνολογίας με 28,3% των ερευνητών στα ΑΕΙ το 2013, ενώ ακολουθούν οι κοινωνικές επιστήμες με 21,3% και οι φυσικές επιστήμες με 16,4%. Μεταξύ 2011 και 2013, καταγράφεται σημαντική πτώση στις επιστήμες υγείας (από 7,5 χιλ. σε 5,3 χιλ. άτομα), με αποτέλεσμα το μερίδιο αυτών των επιστημών στο ερευνητικό δυναμικό της χώρας να συρρικνώνεται από 22,9% σε 13,6% σε μόλις δυο έτη. Σε σύγκριση με άλλες χώρες με διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα καταγράφει σχετικά υψηλό ποσοστό ερευνητών σε θέματα τεχνολογίας και σχετικά χαμηλό ποσοστό στις φυσικές επιστήμες.
Έρευνα και καινοτομία
Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα υστερεί από τον μέσο όρο της ΕΕ στις δαπάνες για Ε&Α (2% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η υστέρηση αυτών των δαπανών στον επιχειρηματικό τομέα (0,28% έναντι 1,3% του ΑΕΠ στην ΕΕ το 2014). Η υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-
28 περιορίζεται σε 0,10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ όταν η σύγκριση περιορίζεται στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Επομένως, τα ελληνικά ΑΕΙ κατέχουν δεσπόζουσα θέση
και αυξημένη σημασία για την παραγωγή έρευνας στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες του εξωτερικού. Η εξέχουσα θέση των ΑΕΙ στο ερευνητικό σύστημα της χώρας αντανακλάται στο μερίδιο που κατέχουν στις δαπάνες για Ε&Α, στο προσωπικό που απασχολούν και στον αριθμό των δημοσιεύσεων τους, έναντι των κρατικών ερευνητικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Μέχρι την έναρξη της κρίσης, μάλιστα, τα ΑΕΙ αύξησαν σταθερά το μερίδιό τους στις συνολικές δαπάνες Ε&Α, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε ακόμα και μετά την έναρξη της κρίσης (σε απόλυτο μέγεθος αλλά και σε ΙΠΑ).
Οικονομική κρίση
Η οικονομική κρίση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις ερευνητικές δραστηριότητες των ΑΕΙ, καθώς ύστερα από 2,5 δεκαετίες ραγδαίας αύξησης της χρηματοδότησης ανακόπηκε η άνο-
δος των δαπανών για Ε&Α την περίοδο 2008-2012. Έκτοτε παρατηρούνται διακυμάνσεις ενώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι δαπάνες έχουν επιστρέψει σε ισχυρή ανοδική πορεία φτάνοντας το
0,96% του ΑΕΠ το 2015 (0,37% του ΑΕΠ στα ΑΕΙ), κυρίως όμως λόγω της μεγάλης πτώσης του παρονομαστή του δείκτη. Επιπλέον, μετά την έναρξη της κρίσης το μερίδιο των ΑΕΙ στις δαπάνες για Ε&Α έχει υποχωρήσει, ενώ υψηλότερα είναι τα μερίδια των κρατικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων.
Μετά την έναρξη της κρίσης παρατηρούνται επίσης μεταβολές στις πηγές των ερευνητικών πόρων στα ΑΕΙ. Συγκεκριμένα, διαφαίνεται σημαντική πτώση της – γενικά πιο σταθερής – χρηματοδότησης της έρευνας στα ΑΕΙ από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, αλλά και απευθείας από το εξωτερικό, με αναπλήρωση από άλλους κρατικούς πόρους (π.χ. ΕΣΠΑ) που όμως εμ- φανίζουν έντονες διακυμάνσεις, λόγω και της κυκλικότητας των προγραμμάτων χρηματοδότησης. Η συμμετοχή των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση της έρευνας στα ΑΕΙ παρουσιάζει διακυμάνσεις διαχρονικά, χωρίς φανερή τάση, και είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Μικρή αύξηση, αλλά από πολύ χαμηλό επίπεδο, παρατηρείται στους πόρους που προέρχονται από επιχειρήσεις του εξωτερικού.