Ουραγός στο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας 2020 η Ελλάδα
Μπορεί η Ελλάδα να απέσπασε, παγκοσμίως, τα εύσημα για τα ψηφιακά αντανακλαστικά της εν μέσω της πανδημίας του COVID-19 και για τα ταχεία βήματα που έκανε σε επίπεδο ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ωστόσο, η ψηφιακή “ωριμότητα” της χώρας προ της κρίσης, παραμένει χαμηλά. Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει η αξιολόγηση της Ελλάδας με βάση τον Δείκτη Ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020, που την κατατάσσει στην προτελευταία θέση μεταξύ των 28 Ευρωπαίων εταίρων της.
Παρά την ταχεία πρόοδο, που επιτεύχθηκε στη διάρκεια της πανδημίας, με βάση τα στοιχεία πριν από αυτή η χώρα κατατάσσεται 27η μεταξύ των 28 εταίρων τηςΠάντως και η ίδια η Επιτροπή, σημειώνει ότι η κρίση του COVID-19 έχει σημαντικό αντίκτυπο σε βασικούς δείκτες που σχετίζονται με τη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών, αντίκτυπος, που - όπως τονίζεται - δεν αποτυπώνεται στην έκθεση DESI 2020: “Η Ελλάδα ανέλαβε σειρά ψηφιακών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των φραγμών που προκλήθηκαν από την πανδημία COVID-19, χάρη στις οποίες επιταχύνθηκε ο ρυθμός του ψηφιακού μετασχηματισμού”.
Με βάση τα στοιχεία πριν από την πανδημία, κατά το προηγούμενο έτος, παρά την αύξηση της συνολικής βαθμολογίας, η Ελλάδα σημείωσε περιορισμένη βελτίωση των επιδόσεων όσον αφορά τις παραμέτρους του DESI: συνδεσιμότητα, ψηφιακές δεξιότητες, χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών, ενσωμάτωση της τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της όσον αφορά τον πυλώνα ανθρώπινου κεφαλαίου, σημειώνοντας πρόοδο σε όλους, σχεδόν, τους σχετικούς δείκτες, αναφέρει η σχετική έκθεση. Για παράδειγμα, για πρώτη φορά, το ποσοστό των ατόμων που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες υπερβαίνει το 50%.
Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, η Ελλάδα προχωρεί με πολύ ταχείς ρυθμούς στον τομέα των ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA), έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, παραμένοντας, όμως, κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Συνολικά, η χώρα σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο έτος στην ενότητα “Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες”, αλλά η βαθμολογία της εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της Ε.Ε.
Οι επιδόσεις στη Συνδεσιμότητα
Με συνολική βαθμολογία 33,4 έναντι 50,1, που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε., η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών. Η συνολική διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς και φθάνει στο 76%, κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 78%. “Η Ελλάδα το 2018 κατατάχθηκε τελευταία και τώρα κατατάσσεται 26η μεταξύ των χωρών Ε.Ε. και στον δείκτη τιμών ευρυζωνικών συνδέσεων” αναφέρει η Επιτροπή.
Από την άλλη, η διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 30 Mbps παρουσιάζει αύξηση 6,4 ποσοστιαίων μονάδων (από 11,3 το 2018 σε 17,7 το 2019). Και η διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps σημείωσε ελαφρά αύξηση, από 0,3% το 2018 σε 0,8% το 2019.
Η Ελλάδα, πάντως, προχωρά με ταχύ ρυθμό στην κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA), αφού σημείωσε πρόοδο 15 ποσοστιαίων μονάδων το 2019 και έφτασε σε ποσοστό 81%, μόλις 5 μονάδες κάτω από τον μέσο όρο του 86% της Ε.Ε. Επιπλέον, η χώρα συμμετέχει στην ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, με την κάλυψη σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας να φθάνει το 7% από 0% το προηγούμενο έτος, πολύ πιο κάτω, πάντως, από το μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 44%. Παρά την αύξηση της διείσδυσης κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 11 μονάδες, ο τρέχων αριθμός είναι 86 συνδρομές ανά 100 άτομα, κατά πολύ χαμηλότερος από το μέσο όρο των 100 συνδρομών ανά 100 άτομα στην Ε.Ε. Οι επιδόσεις της Ελλάδας, όσον αφορά την τεχνολογία 4G, είναι καλύτερες, καθώς η μέση κάλυψη ανέρχεται σε 97%, υπερβαίνοντας ελαφρώς το μέσο όρο της Ε.Ε. (96%).
Μηδενική βαθμολογία στο 5G
Η Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έκθεση της Επιτροπής, έχει βαθμολογηθεί με 0 στον δείκτη ετοιμότητας 5G. Σύμφωνα με τα στοιχεία, έχει εκχωρηθεί το 32% του συνολικού εναρμονισμένου σε επίπεδο Ε.Ε. ραδιοφάσματος για ασύρματα ευρυζωνικά δίκτυα.
Η Επιτροπή εξηγεί, ωστόσο, ότι ο δείκτης ετοιμότητας 5G βασίζεται στο εύρος του φάσματος, που έχει ήδη εκχωρηθεί και είναι διαθέσιμο για χρήση 5G έως το 2020 εντός των ζωνών 5G σε κάθε κράτος μέλος. “Η αντιμετώπιση των σημαντικών καθυστερήσεων, που παρατηρούνται στις διαδικασίες χορήγησης άδειας για εγκατάσταση κεραίας βάσει του νέου νόμου και η προώθηση της ανάπτυξης της τεχνολογίας 5G, θα βελτιώσουν την ψηφιακή κατάσταση της χώρας. Για να στεφθεί με επιτυχία η ανάπτυξη του 5G, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί χωρίς καθυστέρηση η στρατηγική 5G και η εκχώρηση των πρωτοπόρων ζωνών 5G (700 MHz, 3,6 GHz και 26 GHz)”, αναφέρει η έκθεση.
Ψηφιακές δεξιότητες
Οι επιδόσεις της Ελλάδας στο “Ανθρώπινο κεφάλαιο” είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο στην Ε.Ε., παρ’ ότι η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο. Το 2019, το 51% των ατόμων ηλικίας 16 έως 74 ετών είχε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες (58% στην Ε.Ε.). Το ποσοστό της Ελλάδας μεταφράζεται σε αύξηση άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα ενός έτους, κατά πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο ανόδου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα στην Ε.Ε.
Στο μεταξύ, το ποσοστό των ατόμων με τουλάχιστον βασικές δεξιότητες χρήσης λογισμικού αυξήθηκε, επίσης, ικανοποιητικά από 52% το 2018 σε 56% το 2019, με ρυθμό ανόδου ταχύτερο από το μέσο όρο της Ε.Ε. Το ποσοστό των ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των εργαζομένων εξακολουθεί να βελτιώνεται με τον ίδιο ρυθμό, όπως και τα προηγούμενα τρία έτη, αλλά παραμένει χαμηλό (1,8%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο 3,9% στην Ε.Ε.
Επίσης, το ποσοστό των γυναικών ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών ανέρχεται σε 0,5% και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,4%), παρά την ελαφρά αύξηση κατά 0,1%, η οποία συνιστά βελτίωση δεδομένης της στασιμότητας του κατά τα προηγούμενα τρία έτη. Ωστόσο, η έκθεση επισημαίνει ότι τον Φεβρουάριο του 2020 η κυβέρνηση προχώρησε σε επανέναρξη της Ελληνικής Εθνικής Συμμαχίας για τις Ψηφιακές Δεξιότητες και την Απασχόληση, στην οποία περιλαμβάνονται αρκετά Υπουργεία, καθώς και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ). “Η συντονισμένη προσέγγιση, που ξεκίνησε το 2019, θα ενισχύσει τον αντίκτυπο των υφιστάμενων και των νέων πρωτοβουλιών για τον εφοδιασμό των πολιτών και των εργαζομένων με ψηφιακές δεξιότητες και τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των φύλων, ώστε να μπορέσουν όλοι να επωφεληθούν από τον εν εξελίξει ψηφιακό μετασχηματισμό”, αναφέρει η έκθεση για τον DESI.
Xρήση διαδικτυακών υπηρεσιών
Συνολικά, η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της Ε.Ε., ωστόσο, ο αριθμός των χρηστών του Διαδικτύου αυξάνεται. Το 88% των Ελλήνων χρηστών του Διαδικτύου ενημερώνεται online, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο του 72% της Ε.Ε.
Επίσης, η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων άγγιξε το 67% το 2019, πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (60% το 2019), ενώ η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών έφθασε το 40% το 2019. “Παρ’ ότι εμφανίζεται αυξημένη, για τρίτο συνεχόμενο έτος, παραμένει πολύ κάτω από το μέσο όρο του 66% της Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει και για τις ηλεκτρονικές αγορές, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε στο 51% των χρηστών του Διαδικτύου, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του 71% της Ε.Ε.”, αναφέρει η Επιτροπή.
Ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων
Όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση στην Ε.Ε. Ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, που συμμετέχουν σε ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών, εξακολουθεί να αυξάνεται και παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων, που κάνουν χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παρουσίασε μικρή μείωση το 2019, όπως επίσης και το ποσοστό των ΜμΕ, που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω Διαδικτύου το 2019 (9% μείωση κατά 2% σε σύγκριση με το 2018). Αν και το μερίδιο του κύκλου εργασιών τους, που προήλθε από το Διαδίκτυο δεν μειώθηκε, εξακολουθεί να είναι χαμηλό, μόλις στο 4% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες
Όσον αφορά τη διάσταση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην Ε.Ε., αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ωστόσο, η χώρα κατέγραψε αύξηση 5,1 μονάδων κατά το προηγούμενο έτος, ακολουθώντας τη μέση αύξηση 5 μονάδων της Ε.Ε. Σύμφωνα με τον δείκτη ωριμότητας των ανοικτών δεδομένων, το 2019 η Ελλάδα (66%) βρισκόταν στον μέσο όρο της Ε.Ε. (66%).
Από την πλευρά της προσφοράς (όσον αφορά την παροχή διαδικτυακών δημόσιων υπηρεσιών), η Ελλάδα συνέχισε να σημειώνει πρόοδο το 2019, με 25/100 προσυμπληρωμένα έντυπα σε σύγκριση με 23/100 το 2018, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ο αριθμός των χρηστών του Διαδικτύου, που είναι ενεργοί χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ανέρχεται σε 39% και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 67% στην Ε.Ε., παρά την αύξηση της τάξης του 3% το 2019. Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε (σε 63 το 2019), αλλά όχι αρκετά, ώστε να προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ε.Ε. (88 το 2019).
Ευρωπαϊκές επιδόσεις
Την πρωτιά στο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας 2020 καταλαμβάνει η Φινλανδία, ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Σουηδία και ακολουθεί η Δανία και η Ολλανδία. Εξίσου εντυπωσιακές συνολικές ψηφιακές επιδόσεις έχουν η Μάλτα, η Ιρλανδία και η Εσθονία, που ακολουθούν αμέσως μετά. Ο DESI δείχνει ότι οι χώρες της Ε.Ε. με τις καλύτερες επιδόσεις πρωτοπορούν, επίσης, σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία 5 χρόνια, η Ιρλανδία έχει σημειώσει τη σημαντικότερη πρόοδο, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες, τη Μάλτα και την Ισπανία. Οι χώρες αυτές σημειώνουν, επίσης, επιδόσεις πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., όπως μετράται με βάση τη βαθμολογία DESI.
Από τους επιμέρους δείκτες, που παρακολουθεί ο DESI, η συνδεσιμότητα έχει βελτιωθεί: το 2019 το 78% των νοικοκυριών είχε συνδρομή σε σταθερή ευρυζωνική σύνδεση, έναντι 70% πριν από 5 χρόνια, ενώ τα δίκτυα 4G καλύπτουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης. Ωστόσο, μόνο 17 κράτη-μέλη έχουν ήδη εκχωρήσει φάσμα στις πρωτοπόρες ζώνες 5G (5 χώρες περισσότερες σε σύγκριση με πέρσι). Η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Ιταλία είναι οι πλέον προηγμένες, όσον αφορά την ετοιμότητα για τα δίκτυα 5G. Σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας διατίθενται στο 44% των νοικοκυριών της Ε.Ε.
Ανθρώπινο δυναμικό
Μεγαλύτερη πρόοδος απαιτείται όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες, ιδίως δεδομένου ότι η κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε ότι οι επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες είναι κρίσιμης σημασίας, για να μπορούν οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και υπηρεσίες. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ε.Ε., το 42%, εξακολουθεί να μην διαθέτει ούτε καν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Το 2018, σε ολόκληρη την Ε.Ε. εργάζονταν περίπου 9,1 εκατομμύρια άνθρωποι ως ειδικοί ΤΠΕ, 1,6 εκατομμύρια περισσότεροι σε σύγκριση με 4 χρόνια νωρίτερα. Το 64% των μεγάλων επιχειρήσεων και το 56% των ΜμΕ, που προσέλαβαν ειδικούς ΤΠΕ κατά τη διάρκεια του 2018, ανέφεραν ότι οι κενές θέσεις για ειδικούς ΤΠΕ ήταν δύσκολο να πληρωθούν.
Παρ’ ότι η πανδημία προκάλεσε κατακόρυφη αύξηση στη χρήση του Διαδικτύου, η τάση αυτή ήταν παρούσα ήδη πριν από την κρίση, καθώς το 85% των ατόμων χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα (έναντι 75% το 2014). Μεγαλύτερη αύξηση σημείωσε η χρήση βιντεοκλήσεων, από 49% των χρηστών του διαδικτύου το 2018 σε 60% το 2019. Οι τραπεζικές συναλλαγές και οι αγορές μέσω διαδικτύου είναι, επίσης, πιο δημοφιλείς σε σύγκριση με το παρελθόν, καθώς χρησιμοποιούνται από το 66% και το 71% των χρηστών του διαδικτύου, αντίστοιχα.
Ψηφιακές επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις ψηφιοποιούνται όλο και περισσότερο, με πρωτοπόρες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το 38,5% των μεγάλων επιχειρήσεων βασίζονται ήδη σε προηγμένες υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και το 32,7% ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν αναλύσεις μαζικών δεδομένων. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των ΜμΕ δεν αξιοποιούν ακόμη πλήρως αυτές τις ψηφιακές τεχνολογίες, καθώς μόλις το 17% εξ αυτών χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και μόλις το 12% την ανάλυση μαζικών δεδομένων. Όσον αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο, μόλις το 17,5% των ΜμΕ πραγματοποίησαν πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών στο διαδίκτυο το 2019, μετά από πολύ μικρή αύξηση 1,4 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το 2016. Αντίθετα, το 39% των μεγάλων επιχειρήσεων πραγματοποίησαν διαδικτυακές πωλήσεις το 2019.
Τέλος, παρατηρείται αυξητική τάση, όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών στους τομείς της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της ηλεκτρονικής υγείας, γεγονός που επιτρέπει την αύξηση της αποδοτικότητας και της εξοικονόμησης για τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις, τη βελτίωση της διαφάνειας και τη μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή. Το 67% των χρηστών του διαδικτύου, που υπέβαλαν έντυπα στη δημόσια διοίκηση το 2019, χρησιμοποιούν πλέον διαδικτυακούς διαύλους, έναντι 57% το 2014, γεγονός που καταδεικνύει την ευκολία χρήσης των υπηρεσιών που χρησιμοποιούν ΤΠΕ σε σύγκριση με τις έγχαρτες υπηρεσίες. Οι χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις στον εν λόγω τομέα είναι η Εσθονία, η Ισπανία, η Δανία, η Φινλανδία και η Λετονία.
Μεθοδολογία
Ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) για το 2020 παρακολουθεί τις συνολικές ψηφιακές επιδόσεις της Ευρώπης και καταγράφει την πρόοδο των χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά την ψηφιακή τους ανταγωνιστικότητα. Η σχετική έκθεση περιλαμβάνει ανάλυση σε ευρωπαϊκό επίπεδο της ευρυζωνικής συνδεσιμότητας, των ψηφιακών δεξιοτήτων, της χρήσης του Διαδικτύου, της ψηφιοποίησης των επιχειρήσεων, των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, των αναδυόμενων τεχνολογιών, της κυβερνοασφάλειας, του τομέα ΤΠΕ και των δαπανών Ε&Α στον τομέα αυτό, καθώς και της χρήσης από τα κράτη-μέλη των κονδυλίων του προγράμματος “Ορίζων 2020”.
Προκειμένου να βελτιωθεί η μεθοδολογία για τον δείκτη και να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, έχουν συντελεστεί ορισμένες αλλαγές στην έκδοση του δείκτη DESI για το 2020, ο οποίος πλέον περιλαμβάνει και την κάλυψη σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN).
Ο δείκτης DESI υπολογίστηκε εκ νέου για τα προηγούμενα έτη για όλες τις χώρες, ώστε να αποτυπωθούν οι αλλαγές στην επιλογή των δεικτών, καθώς και διορθώσεις που έγιναν στα δεδομένα, στα οποία βασίζονται οι εν λόγω δείκτες. Ως εκ τούτου, η βαθμολογία και η κατάταξη των χωρών ενδέχεται να έχουν μεταβληθεί σε σύγκριση με προηγούμενες δημοσιεύσεις.